ἐρεθίζεις

ἐρεθίζεις
ἐρεθίζω
rouse to anger
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαλεύω — ΝΜΑ ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι αρχ. 1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ ἄνθρακας», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω… …   Dictionary of Greek

  • ερεθίζω — ερέθισα, ερεθίστηκα, ερεθισμένος 1. οργίζω, διεγείρω, παροξύνω, εξάπτω: Μη μ ερεθίζεις, γιατί θα σε χτυπήσω. 2. αυξάνω την ευαισθησία, φλογίζω: Με την αλοιφή αυτή ερεθίστηκε περισσότερο το τραύμα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”